- εγκαταγηράσκω
- ἐγκαταγηράσκω (Α)1. γερνώ μέσα στη φτώχεια ή τη δυστυχία κ.λπ.2. παλιώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκαταγηρῶσι — ἐγκαταγηράσκω grow old in pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐγκαταγηράσκω grow old in pres subj act 3rd pl (attic epic ionic) ἐγκαταγηράσκω grow old in pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐγκαταγηράω grow old in… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατεγήρων — ἐγκαταγηράσκω grow old in imperf ind act 3rd pl ἐγκαταγηράσκω grow old in imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατεγήρασαν — ἐγκαταγηράσκω grow old in aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατεγήρασε — ἐγκαταγηράσκω grow old in aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαταγεγηρακυῖαν — ἐγκαταγεγηρᾱκυῖαν , ἐγκαταγηράσκω grow old in perf part act fem acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)